δυναμόμετρο

δυναμόμετρο
Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των δυνάμεων. Υπάρχουν δύο κύριες κατηγορίες δ.: εκείνα που μετρούν απευθείας την άγνωστη ένταση μίας δύναμης, συγκρίνοντάς την με την ένταση ενός μεγέθους της ίδιας μορφής (π.χ. τα δ. διά μοχλού, τα οποία είναι παρόμοια με τους ζυγούς και τους στατήρες), και τα δ. που μετρούν έμμεσα την άγνωστη ένταση μίας δύναμης, με τη μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους διαφορετικής μορφής (π.χ. επιμήκυνση ενός ελατηρίου). Τα πιο απλά δ. έμμεσης μέτρησης είναι τα λεγόμενα δ. δι’ ελατηρίου, στα οποία υπολογίζεται η ένταση της δρώσας δύναμης με βάση την παραμόρφωση ενός βαθμονομημένου ελατηρίου. Τα δ. αυτά μπορεί να είναι δ. δι’ επιμηκύνσεωςδ. δι’ επιβραχύνσεως. Στα πρώτα, ένα ελατήριο που συνδέεται με έναν κύλινδρο έχει το ανώτερο άκρο σταθερό, ενώ το κατώτερο άκρο είναι συνδεδεμένο με ένα άγκιστρο, όπου εφαρμόζεται η δύναμη που θα μετρηθεί. Το κάτω άκρο είναι εφοδιασμένο με έναν δείκτη, ο οποίος μετακινείται εμπρός κατά μήκος μιας βαθμονομημένης κλίμακας. Ο δείκτης αυτός δηλώνει την ένταση της δρώσας δύναμης. Στα δεύτερα δ., μία πλάκα που στερεώνεται στο ανώτερο άκρο του ελατηρίου στο οποίο ασκείται μία δύναμη συμπιέζει το ελατήριο επάνω στην κατώτερη βάση του κυλίνδρου που το περιέχει. Με την πλάκα είναι συνδεδεμένος ένας δείκτης, ο οποίος δηλώνει την ένταση μίας δύναμης. Τα δ. αυτά χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα για τη μέτρηση του βάρους. Οι εργαστηριακές μηχανές μέτρησης της αντοχής των υλικών (έλξη, ελαστικότητα, κάμψη, θραύση) είναι δ. που έχουν προσαρμοστεί κατάλληλα για τον σκοπό αυτό. Αυτά αποτελούνται από ένα συγκρότημα παραγωγής ισχύος, το οποίο ασκεί μια σταδιακά αυξανόμενη δύναμη πάνω στο υλικό που θα μελετηθεί. Η δύναμη αυτή μπορεί να ασκείται με ένα αντίβαρο ή με ένα ελατήριο, υδραυλικά ή με κοχλίες. Στη συνέχεια, υπάρχει η διάταξη μέτρησης, η οποία μπορεί να είναι ενδεικτική και καταγραφική· η διάταξη αυτή λειτουργεί με μοχλούς, με εκκρεμές, με στατήρες ή με μανόμετρο. Για τη μέτρηση της αντίστασης των συρμάτων κατασκευάζονται ιδιαίτερα δ. Αριστερά, δυναμόμετρο ακριβείας· το προς μέτρηση φορτίο προκαλεί μία βαθμονομημένη επιμήκυνση του ελατηρίου, η οποία είναι ανάλογη προς το βάρος. Δεξιά, συσκευή για τη μέτρηση της μυϊκής δύναμης.
* * *
το
1. συσκευή που χρησιμεύει για τη μέτρηση τής έντασης μιας δύναμης
2. όργανο που μετρά τη μεγέθυνση τών διοπτρών και τών τηλεσκοπίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυναμόμετρο — το συσκευή με την οποία μετρούν την ένταση μιας δύναμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… …   Dictionary of Greek

  • δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… …   Dictionary of Greek

  • δυναμομέτρηση — η μέτρηση δύναμης με δυναμόμετρο …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροδυναμόμετρο — Όργανο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί –ανάλογα με τον τρόπο που θα το συνδέσουμε στο κύκλωμα– για τη μέτρηση εντάσεων, τάσεων ή ισχύων, τόσο των συνεχών όσο και των εναλλασσομένων ρευμάτων. Το η. αποτελείται από δύο πηνία, από τα οποία το ένα… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • πυγμόμετρο — το, Ν δυναμόμετρο που σημειώνει την ένταση τού χτυπήματος τής πυγμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγμή + μέτρο] …   Dictionary of Greek

  • Ράμσντεν, Τζέσι — (Ramsden, 1735 – 1800). Άγγλος μηχανικός και κατασκευαστής αστρονομικών εργαλείων. Είχε ιδρύσει στο Λονδίνο ειδικό εργαστήριο, το οποίο ήταν ονομαστό για την ακρίβεια των εργαλείων που κατασκευάζονταν σε αυτό. Το 1768 σχεδίασε μια ηλεκτροστατική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”